Wednesday, June 24, 2009

Gilles D.Perez, Le goût des abricots secs, éditions du Rouergue, 2008


Ενα κουαρτέτο σχέσεων, συγχορδίες και σιωπές, άριες και μονωδίες. Τα δύο βασικά όργανα, δύο μοναχικοί ανδρες, ένας ηλικιωμένος κι ένας νεότερος, τελευταίοι κάτοικοι ενός παλιού οικοδομήματος προς κατεδάφιση, δεύτερες φωνές αλλά πάντα παρούσες με την απουσία τους οι γυναίκες τους. Το παρόν της δίδυμης μοναξιάς με ακουστική υπόκρουση τον Schumann και την συνεχιζόμενη βροχή, το παρελθόν των φωτεινών αναμνήσεων, το μέλλον, το αναπόδραστο τέλος, το γκρέμισμα του κτιρίου, ο θάνατος, η σιωπή της μουσικής. Ακροπατώντας πάνω στα μουσικά κλειδιά της μεταφυσικής που ενορχητρώνει τον βίο μας, τις σχέσεις μας, την αυτο-συνείδησή μας. Στο τελος, η απόφαση της φυγής που έμοιαζε τόσο δύσκολη, αποδεικνύεται εύκολη και πραγματοποιήσιμη.
  • Το κτίριο μοιάζει με καύκαλο ζώου, άδειο όστρακο από μπετόν, έρημο νησί μέσα στην νύχτα. Το σκηνικό θυμίζει έντονα ταινία του Ταρκόφσκι, δαιδαλώδεις διάδρομοι, άδεια εγτατελειμένα διαμερίσματα, ο ήχος της βροχής να τα συνέχει όλα σ'έναν μελαγχολικό ακουστικό καμβά.Το κτίριο σε παρακμή, με τον απόηχο των προηγούμενων ζωών και των ενοίκων που έχουν πια φύγει, προορισμένο να κατεδαφιστεί, να διαλυθεί στα υλικά του, να εξαφανιστεί χωρίς ν΄αφήσει κανένα ίχνος. Οπως ακριβώς και οι ζωές πολλών από μας, ακολουθώντας τους νόμους της εντροπίας. Το κτίριο αυτό όπως παρουσιάζεται και όπως κατοικείται από την αφήγηση, μοιάζει με το εποικοδόμημα της λογικής μας, τα σαθρά θεμέλια του ορθολογισμού μας, τα στηρίγματα της ζωής μας, τους διαδρόμους της μνήμης μας....
  • Η μουσική του Schumann, και κυρίως οι εκδοχές του έργου του Les scènes d'enfant εμ-ποτίζουν τον αέρα και τα αισθήματα, υφαίνουν αισθήσεις και ψυχικά τοπία πάνω στον καμβά της βροχής, προσφέρουν "χώρο" και χρωματική υπόκρουση στους διαλόγους, τις σιωπές, τις μέρες και τις νύχτες. Σχετίζεται κυρίως με το ηλικιωμένο ζευγάρι καθώς η γυναίκα ήταν πιανίστρια από την Πράγα και είχε διαπρέψει άλλοτε ερμηνεύοντας τα συγκεκριμένα κομμάτια. Τ'ωρα ο ηλικιωμένος άντρας περνάει τις περισσότερες ώρες του ακούγοντας τις ηχογραφήσεις της γυναίκας του που πέθανε πριν από αυτόν. Η μουσική των χεριών της από το παρελθόν ζωντανεύει την παρουσία της στο τώρα και διαπερνώντας τους τοίχους συντροφεύει επίσης την νεώτερο άντρα στο γειτονικό διαμέρισμα.
On est en plein hiver, et tout est noyé de brouillard. J'aime à travers la fenêtre de la chambre observer la profondeur de la nuit et m'en croire l'unique spectateur.Les lilas de la cour forment une tache sombre qui appelle mon regard. Le froid du dehors tend les branches jusqu'au point extrême de leur cassure. Ma solitude est d'une densité qui m'effraie plus. Les heurs s'écoulent pour moi seul, dénuées de toute inquiétude. je valse avec mes fantômes et le silence les rassure si bien que je n'ai pas à craindre leur fuite. J'aime bien au printemps l'odeur capiteuse des lilas sous mes fenêtres....

C'est comme ça que je l'imagine, le vieil homme, lorsqu'il écoute Les scènes d'enfant, livré à la joie. Une joie fraîche, née à peine, une joie de la dernière heure, de l'heure la plus proche, une joie camarade de l'instant, de cette joie-là, l'âme -cette confusion indivise où hier affleure maintenant- en est mouillée, comme une jouissance. Et je peux bien me perdre dans les sentiers du parc, écorcher mon vêtement aux branches épineuses des bosquets d'acacias, me mettre à genoux sur la terre humide où pourrissent encore les feuilles d'un viel automne, je peux bien implorer le jour ou hurler au ciel telle une bête à l'agonie, rien ne peut m'arracher à cette joie....


Nous nous approchons du bord. Véra éclate de rire. l'océan est là, tout près, plein d'écume, bien réel. je suis heureuse dit Véra. Et elle se met à courir...Jarrive à sa hauter et nous courons côte à côte. Des gerbes d'eau volent de part et d'autre de la trajectoire de notre course. Nous respirons des buffées de vent. Nous courons au bord d'un océan...et il n'y a que nous. L'orage peut bien éclater, le ciel se transformer en tombes d'eau dont les gouttes inondent maintenant notre visage...la plage défile sous nos pieds, les dunes succèdent aux dunes, les vagueséclatent sur le sable....


Ακούγοντας την χαμηλόφωνη αφήγηση του συγγραφέα, νοιώθουμε να μας αγγίζει η ιδιαίτερα ζεστή κι αγγίξιμη φωνή των εσώτερων σκέψεων των ηρώων, η ποιητικότητα και η μουσικότητα του λόγου του μας διαπερνούν και μας υποβάλουν.

Abdallah Zrika "La colombe du texte", cipM/Spectres Familiers- Le refuge, Marseille 2003, Traduit de l'arabe par l'auter

La plus haut degré de solitude n'est pas quand on ne peut pas ouvrir la porte plus de deux jours, mais quand aucune mouche ne rendre par la fenêtre. Je ne connais pas le degré de solitude des arbres autour de moi, et s'ils n'ont pas connu l'arrivée d'un seul oiseau ou un insecte volant. Mais ils ne changent pas. ils sont comme une image accrochée derrière la fenêtre
"Το πιο υψηλό σημείο μοναξιάς δεν είναι όταν δεν μπορούμε ν'ανοίξουμε την πόρτα για πάνω από δύο μέρες, αλλά όταν καμία μυίγα δεν μπαίνει από το παράθυρο. Δεν ήξερα τον βαθμό της μοναξιάς των δέντρων γύρω μου και εαν γνώρισαν τον ερχομό κανενός πουλιού ή ενος φτερωτού εντόμου. Ομως δεν αλλάζουν μορφή. Μοιάζουν με εικόνα κρεμασμενη πίσω από το παράθυρο...."

*Ετσι ξεκινάει η αφήγηση του συγγραφέα, ενας μονόλογος που γίνεται διάλογος με το ίδιο το σώμα του κειμένου, την σωματικότητα των λέξεων, την σωματοποίηση των εννοιών, την άμεση απτικότητα των αισθημάτων, την πράξη της γραφής, την θερμοκρασία του κειμένου, το χώμα των αισθήσεων, την αυτο-αναφορικότητα....

Chaque jour, j'essaie de visiter le texte... fréquenter ce texte qui change chaque fois... je me trouve dans un lieu, tandis que le texte que j'écris -OU QUI S 'ECRIT PAR MOI- se trouve dans un autre lieu qu'il a choisi lui-même... je n'étais pas "écrivan" mais un TEMOIN d'un texte qui se construsait lui-même....

Κάθε μέρα, προσπαθώ να επισκέπτομαι το κείμενο...να συναναστρέφομαι αυτό το κείμενο που αλλάζει κάθε φορά...βρίσκομαι σ'ένα μέρος, ενώ το κείμενο το οποίο γράφω -ή που γράφεται από εμένα- βρίσκεται σε άλλο μέρος το οποίο διάλεξε μόνο του...δεν ήμουν συγγραφέας αλλά απλά ο μάρτυρας ενός κειμένου που χτιζόταν μόνο του...

Friday, June 19, 2009

Fadéla Hebbadj, L'arbre d'ébène, éditions Buchet/Chastel, paris 2008



Η φωνή που ακούμε να μας διηγείται σε πρώτο πρόσωπο είναι η φωνή ενός μικρού παιδιού από το Μαλί. Παράνομος λαθρομετανάστης μαζί με την άρρωστη μητέρα του, χωρίς χαρτιά, ταξιδεύουν με μια πιρόγα από την χώρα τους στην Γαλλία. Περιπλανιούνται αρχικά στην Μασσαλία κι έπειτα στο Παρίσι, δοκιμάζοντας την σκληρότητα των συμπατριωτών τους πρώτα κι έπειτα των λευκών, την μοναξιά και την εξαθλίωση, παλεύοντας με τις μνήμες τους, τους εφιάλτες και τις ελπίδες τους. Βυθιζόμενοι στην παγωμένη θάλασσα της κατάθλιψης. Οι ρίζες και το παρεθόν, η χειραφέτηση, η βίαιη ενηλικίωση, η γνώση, το αλφαβητάρι του κόσμου και η κρυφή έννοια των λέξεων, η γνώση του τι συμβαίνει μέσα μας και γύρω μας, οι μυρωδιές της μνήμης, τα αισθήματα που βιώνουμε πάνω στο δέρμα της πραγματικότητάς μας.

  • Ο υπνόσακος, πέρα από έναν απλό σάκο ύπνου, γίνεται σάκος μνήμης, κρατά στις πτυχές του τις μυρωδιές της ερήμου, την αίσθηση της ζεστής αμμου, την μυρωδιά του μητρικού σώματος, οσμές από φρούτα και αισθήματα. Αποτελεί πραγματικό και συμβολικό καταφύγιο μέσα στην ανέχεια και το κρύο, το περιέχον μιας οικείας αίσθησης, η γλυκιά θαλπωρή που θεραπεύει τον πόνο και τον φόβο της παιδικής ψυχής. Γι'αυτό και τρέμει στην ιδέα να τον χάσει, είναι η σύνδεσή του με πατρίδα του μέσα του, ότι πολυτιμότερο κατέχει, βάρκα σωτηρίας στα κύμματα της μοναξιάς και της απελπισίας.
  • Τα βιβλία, ο κόσμος της ανάγνωσης, της γνώσης...πάλι λειτουργεί σαν καταφύγιο από την σκληρή πραγματικότητα. Η μητέρα του τον συμβουλεύει να μην τα εμπιστεύεται, όμως αυτός ανακαλύπτει μέσα από την ανάγνωση ότι μπορεί ένας λευκός να νοιώσει ότι ακριβώς και όπως νοιώθει ο ίδιος. (Αναφορά στον Romain Gary, Big Sur, La vie devant soi, Emile Ajar). Τρέφει την περιέργειά του μέσα από τον κόσμο των βιβλίων κι ονειρεύεται ότι μια μέρα θα γράψει τις δικές του ιστορίες.
  • Η πιρόγα, το πέρασμα μέσα από την κόλαση προς τον "νέο κόσμο", ο εφιάλτης που θα κυνηγά την μνήμη του, στιβαγμένα σώματα, και η Μάμα που γίνεται το εξιλαστήριο θύμα στα χέρια των προληπτικών συμπατριωτών της. Η μόνη γυναίκα μέσα στη βάρκα, είναι αυτή που φέρνει κακοδαιμονία και προκαλεί τον θυμό της θάλασσας, πρέπει να τιμωρηθεί, το κορμί της θα βιαστεί, θα χτυπηθεί και θα κακοποιηθεί αλύπητα μπροστά στα μάτια του εξάχρονου γιού της. Η ψυχή της θα χάσει τον δρόμο της και το κουράγιο της για πάντα...ο γιός της την βλέπει να χάνεται και να βουλιάζει ψυχικά, φαντάζεται τον διάβολο να του γνέφει μέσα στα νερά, πιάνει φιλίες με τα ψάρια...
  • Οι λευκοί, υπάρχουν οι φίλοι που συντρέχουν όπως ο Μάριος, που τον βοηθά να βρεί την μητέρα του στο νοσοκομείο, η Αντρέ, που τον φιλοξενεί για λίγο και του δανίζει βιβλία, το χαμόγελο της Μιρέιγ, η Υβόνη, που τους είχε φιλοξενήσει για δύο χρόνια στην Μασσαλία και του έμαθε ανάγνωση....όμως κυρίως υπάρχουν οι σκληροί, μοναχικοί και δίχως έλεος λευκοί που αδιαφορούν για το δράμα ενός εξάχρονου παιδιού. Στο νοσοκομείο ο γιατρός χωρίς ίχνος ζεστασιάς δεν διστάζει να τους καταδόσει στα πλαίσια μιας τυπικής κανονικότητας. Η σκηνή με τους αστυνομικούς στο τμήμα αποτελεί δείγμα ντροπής και κατάντιας του δυτικού πολιτισμού. Στην χώρα που "ανακάλυψε"τον Ανθρωπισμό, τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα καταπατούνται βάναυσα. Γιατί στην καρδιά του μικρού αγοριού υπάρχει πάντα η σύγκρουση και η έντονη αντίθεση των δύο πολιτισμών, και μέσα από τα λόγια της μητέρας του μαθαίνει την ιστορία της μαύρης ηπείρου και πως οι λευκοί εκμεταλεύτηκαν την φυλή του...
"Je voulais retourner au Mali. Là-bas, il y a la faim mais ici, en plus de la faim il y a le froid, le froid des gens et du climat. Je n'ai jamais vu autant de statues animées cacher leur chagrin et leurs sentiments sous la neige et dans les caniveaux. Il faudrait détartrer leurs poumons qui dégagent l'air de l'indifférence parce qu'ici, on ressent de l'amour pollué. Quand il n'y a plus de cœur dans le corps d'une terre, il faut en trouver un autre. Il y a plein d'hôpitaux, mais pas assez de tendresse".

  • Οι χώροι, το σπίτι της Υβόνης, ο ξενώνας του Abbdallah, το σπίτι του Μαραμπού, το διαμέρισμα της οδούΛαφαγιετ 5, το σπίτι της Αντρέ, το λευκό και κρύο νοσοκομείο, οι γωνιές του σταθμού GareduNord, του τακτοποιημένο και γεμάτο βιβλία σπίτι του λευκού πατέρα του στο τέλος, οι παραλίες της χώρας του. Μία γεωγραφία που ορίζεται και χαρτογραφείται από μυρωδιές, προσωπικά σημάδια και μνήμες.
  • Η χειραφέτηση- . αρχικά μαθαίνει ο,τι μπορεί κάποιος να πεθάνει από "χειραφέτηση"όπως η μια από τις γυναίκες του Μπαραμπού που πέθανε υποτίθεται επειδή έφυγε κι έγινε ανεξάρτητη, ότι ειναι σαν ένα δέντρο που ξεριζώνεται. Αργότερα μάθαίνει ότι η αθωότητα είναι αυτή που ξεριζώνεται βίαια. Κι επίσης αναγκάζεται να "χειραφετεθεί"από την μητέρα του, έστω προσωρινά, καθώς αδυνατεί να αντέξει την κατάθλιψη και τα ξεσπάσματα του θυμού της πάνω του. Φεύγει μόνος του και περιπλανιέται στην μεγάλη πόλη για να επιστρέψει λίγες μέρες αργότερα
  • Το ξύλο του εβένου- .
L'ébène est noire comme l'abîme, elle est vernie d'encre précieuse. Elle sert à fabriquer des objets de valeur.....J'avais besoin de personne, l'arbre d'ébène me tenait compagnie. Je voulais tous savoir sur lui, le nom de ses feuilles et ses branches, la couleur de son écorce. Lui ne disait rien.... Η μητέρα του χρησιμοποιούσε την έκφραση"ξύλο του εβένου"για να περιγράψει την ομορφιά και τις ποιότητες του άγνωστου σ'αυτόν πατέρα του...και ξαφνικά ανακαλύπτει με έκπληξη ότι ο πατέρας του ανήκε στους άλλους, ήταν ένας από τους λευκούς και κατοικούσε σ'ένα καθαρό και τακτοποιημένο σπίτι γεμάτο βιβλία...L'arbre d'ébène était blanc comme la neige, blanc comme le sourire de Mireile, et l'intérieur de sa maison blanche était un coquillage fourré de livres neufs!Des étagères en bois noir tenaient toutes seuls sur des murs de farine. L'odeur du pain chaud et du café, le silence des livres ouverts sur une grande table....
Τελικά φτάνει να αποδεχθεί τον λευκό πατέρα του όμως χάνει την μητέρα του που του λέει να μην εγκλωβιστεί στην θλίψη γιατί ο θάνατος γι'αυτήν αποτελεί λύτρωση κι απαλλαγή από τα βάσανα.

J'ai pleuré sur le sable. Il m'a caressé le corps toute la nuit. Le sable chaud du Sénégal...Le sable chaud et le bruit des vagues consolaientn mes pieds. J'ai pleuré sur la sable muillé et sur ce matelas moeleux je me suis endormi. J'avais six ans sur le sable et la pirogue, six ans dans les odeurs qui font pleuvoir des images à déchirer les souvenirs. J'avais six ans sur le sable froid de Marseille, six ans dans une tunique tachée de sang que Mama portait sur son dos...

Η Fadéla Hebbadj καταφέρνει μέσα από μια προσωπική ιστορία να αγγίξει κοινωνικά θέματα και βαθιά υπαρξιακά ζητήματα.... η λαθρομετανάστευση, η ταυτότητα του πολιτισμού μας, η ποιότητα και η ειλικρίνια της ζωής μας, η σχέση μας με τις ρίζες μας, η αθωότητα, η ενηλικίωση... γλώσσα ποιητικά απλή και άμεση, μελωδικά αγγίξιμη, γλώσσα γεμάτη μυρωδιές και μνήμες....

Fadéla Hebbadj, L'arbre d'ébène, éditions Buchet/Chastel, paris 2008


Εξαιρετική σελίδα για το βιβλίο στα γαλλικά εδώ:
.l-or-des-livres

Kαι συνέντευξη με την συγγραφέα εδώ:
.INTERVIEW-l-or-des-livres

Monday, June 15, 2009

Jean Mattern: Les bains de Kiraly

Jean Mattern, Les bains de Kiraly, éditions Sabine Wespieser, Paris 2008, roman, 133 pages

  • Παρακολουθούμε την εσωτερική φωνή του ήρωα και την αδυναμία του να εκδηλωθεί εξωτερικά, να επικοινωνήσει αληθινά με τους άλλους, να εξοφλήσει τα χρέη του προς το παρελθόν, να ξεπεράσει την οδύνη ενός ανέκφραστου θρήνου, να συνειδητοποιήσει με καθαρότητα τις συντεταγμένες της ταυτότητάς του, τα συντάγματα της Γλώσσας του και να προχωρήσει μπροστά. Επώδυνος μουτισμός και ανέκφραστη οδύνη.
  • Το παρελθόν του ορίζεται από την σιωπή των γονιών του και τον θάνατο της αδερφής του.Οι γονείς του του στερούν κάθε πληροφορία και πρόσβαση στο παρελθόν της οικογένειας που οι ρίζες της είναι εβραικές και χαμένες κάπου στην Ούγγαρία. Του στερούν την μητρική γλώσσα την οποία ψιθυρίζουν πίσω από την πλάτη του, την προγονική θρησκεία και την δυνατότητα να βρεί καταφύγιο και ασφάλεια στις προγονικές οικογενειακές ιστορίες και διαδρομές. Μια σιωπή και μια στέρηση που πέφτει βαριά σαν σκιά πάνω στον ήρωα και τον ακολουθεί σε κάθε του στιγμή σφραγίζοντάς του την φωνή, την αληθινή φωνή της ψυχής του. Γι`αυτό τον λόγο και βρίσκει ευχαρίστηση στην εκμάθηση νέων γλωσσών, ιδιομάτων, νέων τρόπων σκέψης και έκφρασης. Θα γίνει μεταφραστής.
  • Ο θάνατος της αδερφής του σε τροχαίο ατύχημα και η άρνηση των γονιών του να συζητήσουν και να κοιτάξουν κατάματα τον πόνο. Το μότο του πατέρα του είναι κυνικό και απόλυτο: ο θεός δίνει, ο θεός παίρνει. Δεν καλύπτει τον πόνο και την οδύνη της απώλειας. Και αποτελεί ένα μόνιμο βάρος που θεωρεί ότι τον διαφοροποιεί από τους άλλους και για το οποίο αδυνατεί να μιλήσει.
  • Τα δύο βασικά πρόσωπα που καθορίζουν την ενήλικη ζωή του είναι ο φίλος του Λεό και η γυναίκα του Λάουρα. Με τον Λεό έχουν ένα κοινό, έχει χάσει κι αυτός την αδερφή του με επώδυνο τρόπο. Ο τρόπος που μιλάει για το θέμα αποτελεί την εξωτερίκευση της οδύνης και για τον δικό του κρυφό πόνο, αποτελεί την Φωνή που ο ίδιος δεν τολμά να αρθρώσει. Η γυναίκα του Λαουρα από την άλλη μεριά, αποτελεί ένα ευχάριστο καταφύγειο. Αυτό που τον τραβά κοντά της είναι το κρυστάλλινο και ανεπιτήδευτο γέλιο της, η ήρεμη και δίχως διακυμάνσεις ως τώρα ζωή της, ο απλός και άμεσος τρόπος να σκέφτεται και να εκφράζεται, ό,τι δηλαδή δεν είχε ο ίδιος. Με κανέναν από τους δύο όμως δεν καταφέρνει να ανοίξει αληθινά την ψυχή του και να επικοινωνήσει πραγματικά. Σε κανέναν δεν εμπιστεύεται το εσωτερικό του βάρος, την ψυχική και νοητική του αγωνία που έχουν να κάνουν με έναν ανέκφραστο θρήνο και με την αδυναμία του να βρεί την αληθινή του ταυτότητα, να ενταχθεί κάπου. Αισθάνεται Μόνος και Απομονωμένος,
  • Ολα αλλάζουν μετά από ένα ταξίδι στην Ουγγαρία για την δουλειά του, Νοιώθουμε ότι αποτελεί την αρχή μιας εσωτερικής εναντιοδρομίας που θα τον οδηγήσει πιο κοντά στην αλήθεια του και πιο μακριά από αυτούς που αγαπά. Οι έρευνες στα αρχεία για την ταυτότητα των προγόνων του, ο τάφος του παπού του, οι προσευχές στην συναγωγή, συνειδητά και ασυνείδητα νοιώθει να πλησιάζει έναν χώρο που θα μπορούσε να ενταχθεί χωρίς όμως να μπορεί να εκλογικεύσει τίποτα απ`όλα αυτά. Μοιάζει να κρατά στα χέρια του κλειδιά και στοιχεία ενός αινίγματος που όμως αδυνατεί να χρησιμοποιήσει,
  • Τέλος, η εγκυμοσύνη της γυναίκας του και ο μελλοντικός ερχομός ενός παιδιού πυροδοτούν τον τρόμο του. Ο ίδιος αγνοεί την ταυτότητά του και αδυνατεί να κουβαλήσει τα δικά του φορτία. Πως θα αντιμετωπίσει ένα παιδί, τι γλώσσα θα του διδάξει, ποιά ιστορία θα του κληροδοτήσει....η μόνη λύση είναι η φυγή. Εξαφανίζεται χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν. Ζει μακριά από τον ως τότε γνωστό κόσμο του και συχνάζει στην συναγωγή καθώς οι προσευχές στα εβραικά μοιάζουν να μιλάνε μέσα του με έναν τρόπο ενστικτώδη και άλογα βιωματικό.
Ενα μυθιστόρημα που αγγίζει τις μυστικές χορδές της άφατης φωνής ενός ήρωα, ψυχικά και υπαρξιακά φορτία, αδυναμία επικοινωνίας και εναγώνια αναζήτηση ταυτότητας και απόδοσης αληθινού νοήματος σε μια ζωή που παρασύρρεται στο ρεύμα του χρόνου...Παρ`όλο που έχουμε τα υλικά για ένα δυνατό μυθιστόρημα και την ιδιέταιρα εσωτερική φωνή του συγγραφέα, κάτι στο τέλος μένει μεταίωρο, μια αίσθηση ανικανοποίητου...
Tous ces hommes ont fait résonner le mot pardon au plus profond de moi. Si je n'avais pas peur du ridicule, je dirais que leur prière me transperça les entrailles. Oui: une sensation violente dans le bas-ventre, que je ressentis, comme une épée plantée en moi, me coupant en deux.....

Le jeûne et les prières de Yom kippour ne m'ont absous de rien. Je me plais à imaginer que je ne crois en aucun Dieu. Pourtant, je me trouvais au milieu de ces hommes qui paraissent convaincus de la puissance de leur confession collective, j'étais bouleversé par leurs visages, leurs voix. Eux reviennent tous les ans dans cette synagogue obtenir le pardon de leur Dieu après avoir obtenu celui de leurs proches. Et moi? Je ne suis pas devenu fou. Aucun miracle ne m'a transformé en croyant, ce jour-là.
MAIS grâce à des inconnus en prière, des inconnus ignorant tout de moi, une certitude qui avait racine en moi à l'âge de dix ans est mort: je ne suis plus sûr que les mots soient vraiement insuffisants. Aucun dictionnaire ne vient à mon secours. Je n'ai appris qu'à traduire. Traduire, oui, mais quoi? Mes sentiments, mes erreurs, mes fautes, ma peur? Comment trouver ces mots nouveaux, des mots qui ne seraient pas seulement les vocables des autres? Des mots utiles, et surtout: les miens....

Je ne possède aucune photo de mon fils. Son visage porte-t-il encore la moindre ressemblence avec ces ancêtres dont je viens d'apprrendre l'existence? Mais surtout: saura-t-il comprendre mieux que moi?....

La rue dans la laquelle se trouve la synagogue porte ce nom étrange, the Exchange/ L'Echange. M'est-il encore permis d'echanger une autre vie contre la mienne? Ouvrir une nouvelle porte, et trouver un autre chemin?